γνάθιος

γνάθιος
-α, -ο [γνάθος]
1. ο γναθιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. γνάθιο, το
το άκρο τής κάτω γνάθου στη μέση τού πιγουνιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπογνάθιος — α, ο, Ν ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την κάτω γνάθο («υπογνάθιο γάγγλιο») 2. φρ. α) «υπογνάθιος αδένας» σιαλογόνος αδένας στην εσωτερική επιφάνεια τής κάτω γνάθου, μπροστά από τη βάση τής γλώσσας β) «υπογνάθια κοιλότητα» ζωολ. (στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”